ιπποτόκος

ιπποτόκος
ἱπποτόκος, -ον (Α)
(για τη Μέδουσα) αυτή που γέννησε ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + τόκος (< τίκτω), πρβλ. διδυμο-τόκος, φυλλο-τόκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἱπποτόκοιο — ἱπποτόκος horse bearing masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωτοτόκος — ἐρωτοτόκος, ον (AM) αυτός που γεννά τον έρωτα («ἐρωτοτόκον πρόσωπον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενοτόκος, ιπποτόκος, χρυσοτόκος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”